- ξεπαρμένος
- η , ο зазнавшийся, гордый, важный, надменный, высокомерный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεπαρμένος — η, ο βλ. ξεπαίρνω … Dictionary of Greek
ξεπαίρνω — 1. παίρνω το μερίδιο μου ή λιγότερο από κληρονομιά και παραιτούμαι από περισσότερες απαιτήσεις 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ξεπαρμένος, η, ο υπερόπτης, φαντασμένος … Dictionary of Greek