ξεπαρμένος

ξεπαρμένος
η , ο зазнавшийся, гордый, важный, надменный, высокомерный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεπαρμένος" в других словарях:

  • ξεπαρμένος — η, ο βλ. ξεπαίρνω …   Dictionary of Greek

  • ξεπαίρνω — 1. παίρνω το μερίδιο μου ή λιγότερο από κληρονομιά και παραιτούμαι από περισσότερες απαιτήσεις 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ξεπαρμένος, η, ο υπερόπτης, φαντασμένος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»